- ὤμιλλαν
- ὤμιλλαa gamefem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ώμιλλα — ἡ, Α 1. είδος παιχνιδιού με αστραγάλους 2. μτφ. φιλική ομάδα, παρέα, συντροφιά («εἰς ὤμιλλαν ἀριστήσομεν», Εύπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek